- τῇσιν
- ὁlentilfem dat pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τῆισιν — τῇσιν , ὁ lentil fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενόρνυμι — ἐνόρνυμι (Α) [όρνυμι] διεγείρω, εξεγείρω («τῇσιν δὲ γόον πάσῃσιν ἐνῶρσεν») … Dictionary of Greek
επιρρώομαι — ἐπιρρώομαι (αρχ. επικ. ενεστ. αντί ἐπιρρώνυμαι) (Α) [ρώομαι] 1. βάζω όλες μου τις δυνάμεις, εργάζομαι εντατικά («μύλαι εἵατο..., τῇσιν... ἐπερρώοντο γυναῑκες ἄλφιτα τεύχουσαι», Ομ. Οδ.) 2. (για κωπηλάτες) κωπηλατώ με όλες τις δυνάμεις μου 3. (με… … Dictionary of Greek
λιτῇσιν — λιτή prayer fem dat pl (epic ionic) λιτός simple fem dat pl (epic ionic) λῑτῇσιν , λιτός simple fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβύτῃσιν — πρεσβύ̱τῃσιν , πρεσβύτης age masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τιτῆσιν — Τῑτῆσιν , Τιτάν the Titans masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄτῃσιν — ἄ̱τῃσιν , ἄτη bewilderment fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλίτῃσιν — ὁπλί̱τῃσιν , ὁπλίτης heavy armed masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)